Σελίδες

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
Τάξη: Α΄ Ημερήσιου ΓΕΛ
Ενότητα: «Τα φύλα στη Λογοτεχνία»

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: 
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867-1951), Στέλλα Βιολάντη (απόσπασμα)

Ο Χρηστάκης Ζαμάνος υπηρετούσε ως υπάλληλος στο αγγλικό τυπογραφείο της Ζακύνθου, όπου και γνώρισε τη Στέλλα, την κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορου Παναγή Βιολάντη. Μη έχοντας πώς να της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του, της έστειλε ένα γράμμα και με τον ίδιο τρόπο τού απάντησε θετικά κι εκείνη. Παίρνοντας το ανέλπιστο γράμμα ο καυχησιάρης νέος δεν κρατήθηκε και έσπευσε να ανακοινώσει το περιεχόμενό του · η είδηση όμως έφτασε κι ως τ' αυτιά του πατέρα της,  ο οποίος θεώρησε προσβολή τη σύνδεση του ονόματος της κόρης του με το όνομα ενός παρακατιανού του.

Δεν περιγράφεται η χαρά του Χρηστάκη Ζαμάνου, όταν έλαβε το γράμμα. Το έδειξε «υπό εχεμύθειαν» εις τους μισούς συναδέλφους του, το είπε εις τους άλλους μισούς, και για πολλές ημέρες το κομψό σωματείο των τηλεγραφητών δεν είχε άλλο θέμα ομιλίας. Αλήθεια, ήταν λιγάκι παράξενο: Η Στέλλα που δεν ακούστηκε ποτέ; Η Στέλλα που δεν κοίταξε κανένα; Η Στέλλα που περιφρονούσε ακόμα και αυτόν; Α, ο Χρηστάκης είχε όλον το δικαίωμα να καυχάται, κι εκαυχάτο όσο μπορούσε.
Ο Στέφενσων, ο άγγλος τηλεγραφητής, ο πρύτανης να πούμε του σωματείου, ανέλαβε να δώσει εις τον ευτυχή συνάδελφό του μερικές συμβουλές, χρήσιμες για την περίσταση:
- Και τώρα τι σκοπεύεις να κάμεις; του είπε. «Να μ' αγαπάς να σ' αγαπώ, για να περνούμε τον καιρό;» — όπως με τις άλλες; Α, μπα! μπα! Τέτοιο κορίτσι δεν το βρίσκεις κάθε μέρα. Εύμορφη, φρόνιμη, κι εκατό χιλιάδες προίκα το λιγότερο... Ψέματα; Πρέπει να ωφεληθείς από την ευκαιρία και να τη γυρέψεις σε γάμο · γρήγορα μάλιστα, πριν να κρυώσει το πράγμα.
- Αλήθεια λες, μα πώς να κάμω;
- Να γράψεις ένα γράμμα του πατέρα της· εις την Αγγλία εμείς έτσι κάνουμε.
Του καλάρεσε αυτό του Ζαμάνου. Πιάνει και κάνει μια γραφή στο γέρο Βιολάντη, και κοντολογίς του γυρεύει τη θυγατέρα του.
Δεν περιγράφεται ο θυμός και η απελπισία του Παναγή Βιολάντη, όταν έλαβε αυτό το γράμμα! Πολύ παράξενος άνθρωπος, ο Παναγής Βιολάντης, ο μεγαλέμπορος. Όση γλύκα και καλοσύνη έδειχνε το πρόσωπό του, με τα μαύρα μπαρμπετόνια1, το αιώνιο χαμόγελο και τα χρυσά γυαλιά, τόση σκληρότητα κι εγωισμό έκρυβε μέσα στην ψυχή. Ήξερε να φορεί στην εντέλεια την προσωπίδα του καλού, και για τέτοιον το είχε ο κόσμος ˙ κατά βάθος όμως δεν υπήρχε στη χώρα πιο απότομος άνθρωπος. Σίδερο τυλιγμένο με μπαμπάκι ο χαρακτήρας του˙ κι έφθανε να έλθεις σε κάπως στενότερη συνάφεια μαζί του, για να αισθανθείς όλη του την τραχύτητα.
- Τι λέω-λέει;!! φώναξε, άμα τελείωσε το γράμμα του Ζαμάνου. Το μέτωπό του ζάρωσε, τα ματόφρυδα σκεπάσθηκαν με μαύρο σύννεφο, και από τα χρυσά γυαλιά ξέφυγεν η πρώτη αστραπή. Όλο σχεδόν εκείνο το πρωί δεν έκαμεν άλλο παρά να σουλατσάρει στο γραφείο του και να παραμιλάει. Μέσα στο στενό εκείνο τετράγωνο, το χωρισμένο με κίτρινα κάγκελα, έμοιαζε αληθινά θηρίο μέσα σε κλουβί.
- Τι λέω-λέει;!! Ο γιος του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο παλιοτηλεγραφητής, ο χαμένος, επήρε το αντζάρντο2 να μου γυρέψει τη θυγατέρα μου, εμένανε;... Και τι εστοχάστηκε; Πως γιατί φορεί γκέτρες και φιόρα3, θαν του δώσω υπόληψη εγώ, ο Βιολάντης, θα τον κάμω γαμπρό; Πφφ! κρίμα στα μπρόκολα!... Μα δεν με γνοιάζει τόσο γι' αυτό... Θαν του εμηνούσα εγώ δυο λόγια φυτευτά και δεμένα, και θαν τον έβανα στη θέση του αμέσως. Μα εκείνο το άλλο... το άλλο! ... «Τολμώ να ελπίσω, ή μάλλον είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω, ότι η θυγάτηρ σας δεν θα ειπεί όχι, αν σεις ειπείτε ναι». Μα πώς το ξέρεις του λόγου σου; Την ερώτησες, μωρέ; τση το είπες; ... σου το είπε;... Ω, υποψία φριχτή! ... Μην ελησμόνησε η Στέλλα τίνος είναι θυγατέρα; Μην εκαταδέχτηκε να δώσει ακρόαση σε τέτοιο ρεντίκολο4 ; Μην έκαμε...; Ω, φριχτή, φριχτή υποψία!... Μα τον Άγιο και μα το Σταυρωμένο, αν ανακαλύψω τίποτα τέτοιο, θαν τη σκοτώσω!
Και τότε ο Βιολάντης έκαμεν αυτόν τον συλλογισμόν, που τιμά πραγματικώς την μεγαλοφυΐαν του:
- Για να μου γράψει αυτός, πάει να πει πως τα γράμματα τα έχει εύκολα, και θα της έγραψε˙ και για να μου γράψει πως «είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω...» πάει να πει πως η Στέλλα ή του είπε κανένα λόγο, ή ... ή ... ή του έγραψε. Ω, συφορά τση και μαυρίλα τση! Μπόγιας4 θα γενώ![…]

1 φαβορίτες // 2 θράσος // 3 λουλούδια  // 4 γελοίο τύπο // 5 φονιάς

[ Ο Παναγής Βιολάντης, πλημμυρισμένος από οργή για το ειδύλλιο της κόρης του και του Χρηστάκη Ζαμάνου, αφού της έκανε αυστηρότατες παρατηρήσεις, την έδειρε και την έριξε στη σοφίτα του αρχοντικού του, όπου και την εγκατέλειψε… ]

Ήταν παραμονές της Παναγίας. Μεθαύριο το σπίτι είχε διπλογιόρτι - Μαρία έλεγαν τη Βιολάνταινα- και τι καλά αν μπορούσε να γίνει καμιά οικονομία, να έλθει η συμφιλίωση, να κατεβεί και η Στέλλα, να καθίσει στο τραπέζι, να φανεί στον κόσμο... Η Βιολάνταινα χαρούμενη ανέβηκε στο δωμάτιο της Στέλλας. Η Στέλλα, καθώς κρατούσε το μέτωπο με τα δύο χέρια, σήκωσε τα μάτια κι κοίταξε τη μητέρα της έκπληκτη. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιο ύφος.
-Ήρθα να σου πω δυο λόγια. Ακούς;
-Τι είναι; ψιθύρισε η Στέλλα.
Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρόταση της: Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετα­νόησε για το κίνημα της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημα του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει και - μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο - να τη δεχθεί στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;
Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιος ύφος που έπαιρ­νε και όταν την κτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας, πρόφερε:
-Όχι!
Η Βιολάνταινα σκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υ­πόκωφη, σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:
-Όχι!
-Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραζε την πρώτη γα­λήνη, και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνη­ση.
-Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η Βιολάνταινα- κι γύρισε πίσω της, κι κλείδωσε από φόβο τη θύρα.
-Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου- και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγανακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη. Κι εμίλησε:
-Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώ­ρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συ­χώρεση γι' αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυ­ναμίας... Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη... Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μέ­να. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ' αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!
- Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; πρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.
-Τον ορίζω!
- Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.
-Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!... τον ορίζω!...
Κι έκαμψε το δάχτυλο της, και το δάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.
-Τι θέλεις να πεις μ' αυτό; ρώτησε με τρόμο.
-Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω... Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πα­τέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω -τον εαυτό μου-και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!
Και κτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμη, κι από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη άγρια αστραπή. Ω, ήταν ωραία τη στιγμή εκείνη! Το πά­θος της χρωμάτισε, της ζωογόνησε το κατάλευκο πρόσωπο· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινο χρώμα αδύνατο- ίχνος κακοπάθειας δεν εφαίνετο πλέον, και για μια στιγμή, η κόρη έλαμψε με την πρώτη της ομορφιά την υπερήφανη, με την πρώτη υγεία και ζωή.
Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώσει το κεφάλι. Έβλεπε έξαφνα εμπρός της μια δύναμη νέα, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.
-Εκατάλαβα, ψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;
-Δεν τον φοβάμαι! φώναξε η Στέλλα· και τι θα μου κάμει; Θα με σκο­τώσει... είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δε γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώσει... Καλύτερα να πεθάνω... Στάσου να σου πω. Αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ' ένοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υ­πόληψη μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου εί­ναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;...
-Καλέ τίνος τα λες αυτά τα παραμύθια; είπε η Βιολάνταινα με μορφασμό ανυπομονησίας. Και τι πως έγραψες ένα γράμμα, που στο κάτω κάτω το πή­ραμε πίσω;... Εγώ να σου πω τι είναι: είναι... που αγαπάς το Χρηστάκη.
Η Στέλλα κλονίσθηκε από παλμό δυνατό. Στην αρχή τής ήλθε να το αρνη­θεί, να το κρύψει. Όχι, δεν ήταν αυτός ο λόγος... Αλλά έπειτα συλλογίσθηκε ότι μια που άρχισε, έπρεπε να τα πει όλα· και σα να το ήξερε πως ήταν η τε­λευταία φορά που θα μιλούσε, άντλησε διαμιάς όσο θάρρος υπήρχε στα βά­θη της παρθενικής της ψυχής, και είπε:
-Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δε θα του έδινα ακρόαση· αν δεν τον αγαπούσα, δε θα μ' ένοιαζε για το γράμμα, -ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη- δε θα επέμενα ολωσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω.
-Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει! είπε η Βιολάνταινα,
-Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθεί και να δει το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!
- Α! τέτοιες ελπίδες έχεις; ω, κακομοίρα, κακομοίρα! δεν τον ξέρεις τον πατέρα σου!
- Μπορεί- μα εμένα δε με χωράει άλλο ετούτο το σπίτι.
Διαμιάς η Στέλλα έγινε μελαγχολική. Κάθισε πάλι στο διβανάκι, και με φωνή περίλυπη, σα να μιλούσε μονάχη της, εξακολούθησε:
-Όχι! δε με χωράει το σπίτι... Σε κάθε χτύπημα που μου δίνουν, ακούω  μέσα μου σα μια φωνή να μου λέει: «Φύγε!... Φύγε!...»
Η Βιολάνταινα όρμησε έξω φρενών, με τα χέρια σηκωμένα, με τα μάτια άγρια.
-Τι είπες; φώναξε· να φύγεις; ω, συφορά μου και μαυρίλα μου!... να φύ­γεις;
-Δεν είπα τέτοιο πράμα! είπε η Στέλλα με περιφρόνηση. Σεις μου το λέ­τε με τον τρόπο σας.
-Όχι, το είπες! αντείπε η Βιολάνταινα· είπες πως θα φύγεις! και για κοί­ταξε καλά, γιατί εγώ δεν...
Ο θυμός έπνιξε τη φωνή της. Κι έβλεπε τριγύρω της, σαν να ζητούσε ν' αρπάξει τίποτα για να κτυπήσει τη Στέλλα. Ο τρόπος αυτός ανέβασε στην επιφάνεια όλο το πείσμα της κόρης. Όχι, δεν το είπε! Της έβαζαν στο στόμα λόγο που δεν είπε. Το εσυλλογίσθη, πέ­ρασε κι αυτό από τον νου της, αλλά όχι, δεν το είχε αποφασίσει. Και ίσως δε θα το έκανε ποτέ, όσο σκληρά και αν την τυραννούσαν, γιατί ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, και είχε την περηφάνια της, και θα προτιμούσε να πε­θάνει, παρά ν' ακουσθεί πως ξεπόρτισε. Αλλ' αφού ήταν έτσι, αφού ήθελαν με το στανιό να την πείσουν πως το είπε, καλά λοιπόν, να ιδούν!
- Ναι, το είπα! φώναξε δυνατότερα από τη μητέρα της. Το είπα και θα το κάμω!
Μιλούσε με όλο το απεγνωσμένο θάρρος ανθρώπου που αυτοκτονεί. Η Βιολάνταινα τα έχασε· ο θυμός της εκόπη, τα γόνατα της λύθηκαν, κι έπεσε σε μια καρέκλα, όγκος αδρανής. Αλλά ήταν μια στιγμή μόνο αδυναμίας. Αμέσως εσηκώθη, και κεραυνοβολούσα τη Στέλλα με το βλέμμα, εξεστόμισε σε μια βάναυση φράση όλη την εντύπωση που της έκανε το ξαφνικό ξύ­πνημα της δυνατής εκείνης ψυχής, που την δοκίμαζε η βία και το μαρτύριο:
-Κατάλαβα·  εσύ, παιδί μου, έχεις το διάολο μέσα σου!

ΘΕΜΑ Α: Τα πρόσωπα, ο τόπος, οι αφηγηματικές τεχνικές

α1.     Να αναφέρετε τα βασικά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας.

α2.     Σε πόσες σκηνές θα μπορούσατε να χωρίσετε τα αποσπάσματα; Με ποια κριτήρια προχωρήσατε στο χωρισμό;


α3.     Σε ποια σημεία του κειμένου προοικονομείται/προσημαίνεται ο θάνατος της Στέλλας;

α4.     Η αφήγηση, ο διάλογος και η περιγραφή είναι οι τρεις αφηγηματικοί τρόποι. α) Να εντοπίσετε ένα (1) σημείο περιγραφής και ένα (1) σημείο αφήγησης. β) Ποιος αφηγηματικός τρόπος κυριαρχεί στο κείμενο και τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση του;

ΘΕΜΑ Β: Χαρακτηρισμός προσώπων και πράξεων

β1.     Να χαρακτηρίσετε τον Παναγή Βιολάντη, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούνται από το κείμενο.


β2.     Να χαρακτηρίσετε τη Στέλλα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούνται από το κείμενο. Ανταποκρίνεται στα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής της;  

β3.     Να σχολιάσετε το ρόλο, τον οποίο έπαιξε ο Στέφενσων στην ιστορία.

β4.     Ποιος είναι ο ρόλος της μητέρας (της Βιολάνταινας) στο κείμενο; Για ποιους λόγους πλησίασε τη Στέλλα και θέλησε να της μιλήσει;  

ΘΕΜΑ Γ: Η οπτική γωνία στα γεγονότα

γ1.     «Τολμώ να ελπίσω, ή μάλλον είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω, ότι η θυγάτηρ σας δεν θα ειπεί όχι, αν σεις ειπείτε ναι»: Αυτή είναι μια φράση από την επιστολή που έστειλε ο Χρηστάκης Ζαμάνος στον πατέρα της Στέλλας. Αφού φανταστείτε τι έγραφε αυτή η επιστολή, προσπαθήσετε να την γράψετε ξανά, υποδυόμενοι τον Χρηστάκη.

γ2.     Υποδυόμενοι τη Στέλλα, φανταστείτε τι θα έγραφε στο προσωπικό της ημερολόγιο μετά την αποχώρηση της μητέρας της από το δωμάτιο (π.χ. ποια είναι τα συναισθήματά της για τη μητέρα της, τον πατέρα της, πώς βλέπει την κατάσταση, τι σκέφτεται να κάνει κτλ.)


ΘΕΜΑ Δ: Σύγκριση του «χτες» με το «σήμερα»

δ1.     α) Ποια κοινωνικά στερεότυπα μπορείτε να διακρίνετε στο κείμενο:  i) σχετικά με τη θέση της γυναίκας ii) σχετικά με το ρόλο του άνδρα – πατέρα iii) σχετικά με το γάμο;
β) Ποια από τα παραπάνω στερεότυπα διατηρούνται στις μέρες μας και ποια έχουν αλλάξει;

δ2.     Αν η ιστορία διαδραματιζόταν στην εποχή μας, πώς πιστεύετε ότι θα αντιδρούσε ο πατέρας, αν μάθαινε ότι η κόρη του είχε επαφές-σχέση με κάποιον που ο ίδιος δεν ενέκρινε;

δ3.     Αν η ιστορία διαδραματιζόταν στην εποχή μας, πώς πιστεύετε ότι θα αντιδρούσε η Στέλλα στην περίπτωση που ο πατέρας της δεν ενέκρινε τη σχέση της με κάποιον νεαρό;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου