Σελίδες

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

[Το σπίτι μου]

Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της έζησαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα έφαγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μου 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα έβγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας έδωσαν από ένα γρόσι στον καθένα, ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, που χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του έλαχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω: Σαλεύει! Είναι ζωντανό! Μαζεύτηκαν τα αδέλφια μου και έκαναν σαν παλαβοί ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια.
Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι να’ χει πάλι» σκέφτηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του: «Για εσείς! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια.»
Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, άρπαξα το ποντίκι, το έχωσα προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακύλησα πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου, ο Γιώργης, δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένα μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρε, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι, τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το 'ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη: Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου! (…)
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας την βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο , που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξιάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι. Όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα, όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανόλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε. Έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάπτανε στην υγεία του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το έκανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιά ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξι με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκωμήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ροχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν του έπαιρνες ουδέ Κυριακή ουδέ χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του. Είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο το «ερημών» με μπερδεύει...

Από το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα»
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.
α1.       Να αναφέρετε τα βασικά πρόσωπα που παρουσιάζονται στο απόσπασμα και την ιδιότητά τους. (Μονάδες 8)
α2.       Να καταγράψετε τρεις (3) διαφορετικούς χώρους όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα της αφήγησης. (Μονάδες 6)
α3.       Ποιος είναι ο αφηγητής στο κείμενο και σε ποιο ρηματικό πρόσωπο αφηγείται; (Μονάδες 6) Τι κερδίζει το κείμενο με την επιλογή αυτή; (Μονάδες 5)
ΣΥΝΟΛΟ: ΜΟΝΑΔΕΣ 25
β.
β1.       Να περιγράψετε την μητέρα του αφηγητή, λαμβάνοντας υπόψη την εποχή στην οποία διαδραματίζεται το έργο. (Μονάδες 12)
β2.       Πώς αντιδρά ο πατέρας στη θέα των παιδιών που παίζουν με τα παιχνίδια που αγόρασαν; (Μονάδες 8) Πώς ερμηνεύετε τη στάση του; (Μονάδες 5)
ΣΥΝΟΛΟ: ΜΟΝΑΔΕΣ 25
γ.
γ1.       «Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του…κι απέ την πέταξε στο τζάκι.»: Να ξαναγράψετε το απόσπασμα μεταφέροντας τα ρήματα στον ενεστώτα. (Μονάδες 6) Ποια διαφορά παρατηρείτε; (Μονάδες 4)
γ2.       «Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού …Χάθηκε ν' αγοράστε μπρε, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;»: Προσπαθήστε να υποδυθείτε τη μάνα. Λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα της, πώς θα αφηγούνταν το παραπάνω περιστατικό σε μια γειτόνισσα; (Μονάδες 15)
ΣΥΝΟΛΟ: ΜΟΝΑΔΕΣ 25
δ.
δ1.       Ποια είναι η σχέση ανάμεσα α) στον άνδρα και τη σύζυγό του β) ανάμεσα στον πατέρα και τα παιδιά του; Να τεκμηριώσετε τις απόψεις σας, με στοιχεία του αποσπάσματος. (Μονάδες 12)
δ2.       Θωρείτε ότι οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια έχουν αλλάξει; (Μονάδες 13)
ΣΥΝΟΛΟ: ΜΟΝΑΔΕΣ 25
tom:0cm;margin-bottom:.0001pt;text-align: justify;line-height:normal;mso-layout-grid-align:none;text-autospace:none'> 

ΘΕΜΑ Δ: Σύγκριση του «χτες» με το «σήμερα»

δ1.       Αν η Κατίνα ζούσε στη σημερινή εποχή και κοινωνία, πώς πιστεύετε ότι θα αντιδρούσε στο γεγονός ότι στα 38 της χρόνια παρέμενε ανύπαντρη; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας σε ένα κείμενο 80-100 λέξεων.
Μονάδες 20



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου