Σελίδες

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ Η ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (1830-1880) (ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ)

2. ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ Η ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
(1830-1880)

Όταν στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα η ποίηση φτάνει σε θαυμάσια επιτεύγματα με το Σολωμό, στην ηπειρωτική Ελλάδα το πρώτο νεοελληνικό κράτος αγωνίζεται να συγκροτηθεί διοικητικά, οικονομικά και πνευματικά. Στην πρώτη του πρωτεύουσα, το Ναύπλιο, και από το 1833 στην Αθήνα, δημιουργείται μια έντονη λογοτεχνική κίνηση, στην οποία παίζουν το σημαντικότερο ρόλο οι Έλληνες λόγιοι που κατέβηκαν στην Ελλάδα από την Κων/λη και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, γνωστοί ως Φαναριώτες. Αυτοί αποτέλεσαν τον πυρήνα της Αθηναϊκής Σχολής, που είναι η πρώτη λογοτεχνική σχολή του απελευθερωμένου Ελληνισμού και καλύπτει την πρώτη πεντηκονταετία, από το 1830 ως το 1880.
Οι Φαναριώτες είχαν γαλλική παιδεία και εισάγουν στην ελληνική λογοτεχνία τη λόγια γλώσσα (καθαρεύουσα) και το ρομαντισμό, που αυτή την εποχή επικρατεί στη Γαλλία αλλά και γενικότερα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ο ρομαντισμός ήταν ένα ευρύτερο πνευματικό φαινόμενο που κυριάρχησε στην Ευρώπη το 19ο αι. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τη στροφή προς την αδέσμευτη φαντασία και το συναίσθημα, καθώς και από την επιστροφή στη φύση και στο παρελθόν. Στο χώρο της λογοτεχνίας ο ρομαντισμός χαρακτηρίζεται επίσης από την ελευθερία στη μορφή, σε αντίθεση προς τον κλασικισμό, που διέπεται από αυστηρούς μορφολογικούς κανόνες και ισορροπία λόγου και αισθήματος.
Στην Ελλάδα ο ρομαντισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος, καθώς η μίζερη πραγματικότητα του μικρού κρατιδίου (μόλις έφθανε ως την Όθρη) με τα οξύτατα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, ευνοούσε τη φυγή στους χώρους της φαντασίας ή δημιουργούσε καταθλιπτικές ψυχικές καταστάσεις.

Ο ελληνικός ρομαντισμός της Αθηναϊκής Σχολής διαμορφώνει τα εξής χαρακτηριστικά:
 - στροφή προς το ένδοξο παρελθόν (το αρχαίο και το πρόσφατο)
- χρήση της καθαρεύουσας
- μελαγχολική διάθεση που φτάνει ως την απαισιοδοξία και την έμμονη ιδέα του θανάτου
- προβάλλει τον ανέφικτο έρωτα και παρουσιάζει τη γυναικεία ομορφιά σε εξιδανικευμένη μορφή
- δίνει προέχοντα ρόλο στη φύση, της οποίας η ομορφιά εγκωμιάζεται
- το σκηνικό είναι συνήθως υποβλητικό (νύχτα, φεγγάρι, θάλασσα, νεκροταφεία, τάφοι κ.ά.)
- χαλαρή έκφραση που μερικές φορές φτάνει ως την προχειρολογία
- ύφος πομπώδες

Ο ρομαντισμός εισβάλλει στην Αθηναϊκή Σχολή με τον Οδοιπόρο (1831), ένα πολύστιχο δραματικό ποίημα του Παναγιώτη Σούτσου (1806-1868). Παράλληλα εμφανίζεται και ο αδελφός του Αλέξανδρος Σούτσος (Ο περιπλανώμενος, Τουρκομάχος Ελλάς)· η ποίησή του συχνά αναφέρεται στην πολιτική επικαιρότητα και παίρνει σατιρικό ή πατριωτικό χαρακτήρα. Οι Σούτσοι ήταν Φαναριώτες. Φαναριώτης και συγγενής τους ήταν και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Σύγχρονος με τους παραπάνω είναι ο Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858) που γράφει άλλοτε στην καθαρεύουσα και άλλοτε στη δημοτική.
Νεότεροι είναι οι ποιητές Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1886), Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1879) και Δημοσθένης Βαλαβάνης (1829-1854).
Ο ρομαντισμός φτάνει στις ακραίες υπερβολές του με τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο (1843-1873) και τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη (1844-1874). Τα θέματα του πένθους και του θανάτου κυριαρχούν στην ποίησή τους.


Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805 – 1858)

Η αναχώρησή της


Ξυπνώ και μου είπαν, έφυγεν η κόρη που αγαπούσα,
          και κατεβαίνω στο γιαλό,
          τη θάλασσα παρακαλώ
          την πικροκυματούσα.

- Εγώ τα πρωτοδέχθηκα τ' αφράτα της τα κάλλη,
          μου είπε ένα κύμα, και γι' αυτό
          με πόθο και με γογγυτό
          φιλώ το περιγιάλι.

- Τα μάτια της, ερώτησα, μην ήταν δακρυσμένα;
          Ένα άλλο κύμα μου μιλεί:
          - Σαν το χαρούμενο πουλί
          επήγαινε στα ξένα.

Το τρίτο κύμα ερώτησα: - Εμέ γιατί ν' αφήση
          να κλαίγω και να λαχταρώ;
          Περνάει το κύμα το σκληρό
          χωρίς να μου μιλήση.

 

α1. Το ποίημα ανήκει στην παραδοσιακή ή στη μοντέρνα ποίηση; Να αναφέρετε τέσσερα (4) χαρακτηριστικά που επιβεβαιώνουν την απάντησή σας.

α2. Να σχολιάσετε τον τίτλο σε σχέση με το περιεχόμενο. Να δώσετε έναν δικό σας τίτλο στο ποίημα.

 

β1. Να σχολιάσετε το ρόλο του διαλόγου στο ποίημα.
β2. Σε ποιους χρόνους βρίσκονται τα ρήματα; Να ερμηνεύσετε τις επιλογές του ποιητή.
β3. Να εντοπίσετε τρία διαφορετικά σχήματα λόγου.


γ1. Ποια χαρακτηριστικά του ποιήματος μας επιτρέπουν να το εντάξουμε στο ρεύμα του ρομαντισμού της Αθηναϊκής Σχολής;


δ1.«Στο ποίημα το ισχυρό ανδρικό πρότυπο της πατριαρχικής κοινωνίας  φαντάζει ανίσχυρο»: Τεκμηριώνεται η παραπάνω παρατήρηση;
δ2. Τι σημαίνει η σιωπή του τρίτου κύματος στην ερώτηση του ποιητή;


Παναγιώτης Σούτσος
(1806-1868)

Ερωτικό

Τι ωραίο φεγγαράκι!
Τι ερωτική βραδιά!
Ήσυχα τ’ αεράκι
παίζει μέσα στα κλαδιά…

Κοίταξε το αηδόνι
μες στα φύλλα πώς πετά,
και στες βρύσες το τρυγόνι,
πώς το ταίρι του ζητά.

Τ’ ανταμώνει, τ’ αγκαλιάζει
με λαχτάρα και χαρά˙
το φιλεί, γλυκοστενάζει
και σαλεύει τα πτερά.

Τι πουλάκια αγαπημένα!
Τι αθώοι στεναγμοί!...
Τέτοιον έρωτα σ’ εμένα,
σκληρή! Δείξε μια στιγμή!

 

α1. Το ποίημα ανήκει στην παραδοσιακή ή στη μοντέρνα ποίηση; Να αναφέρετε τέσσερα (4) χαρακτηριστικά που επιβεβαιώνουν την απάντησή σας.

α2. Να σχολιάσετε τον τίτλο σε σχέση με το περιεχόμενο. Να δώσετε έναν δικό σας τίτλο στο ποίημα.

 

β1. Ποιες εγκλίσεις και ποια ρηματικά πρόσωπα χρησιμοποιούνται στο ποίημα; Να ερμηνεύσετε τις επιλογές του ποιητή.  
β2. Να σχολιάσετε τη στίξη του ποιήματος.
β3. Να εντοπίσετε δύο διαφορετικά σχήματα λόγου.


γ1. Ποια χαρακτηριστικά του ποιήματος μας επιτρέπουν να το εντάξουμε στο ρεύμα του ρομαντισμού της Αθηναϊκής Σχολής;


δ1. Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος; Ποια συναισθήματα κυριαρχούν;
δ2. Ποιο πρότυπο άνδρα προβάλλεται στο ποίημα;



Γεωργίου Ζαλοκώστα, (1805 – 1858)

Ο Βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει

1.      
Ήτον νύχτα, εις την στέγη εβογκούσε
o βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
o βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει;
2.      
Μες στο σπίτι μια χαροκαμένη,
μια μητέρα από πόνους γεμάτη,
στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη
δέκα νύχτες δεν έκλεινε μάτι.
3.      
Είχε τρία παιδιά πεθαμένα,
αγγελούδια, λευκά σαν τον κρίνο,
κι ένα μόνο της έμεινεν, ένα,
και στον τάφο κοντά ήτον κι εκείνο.
4.      
Το παιδί της με κλάμα εβογκούσε
ως να εζήταε το δόλιο βοήθεια,
κι η μητέρα σιμά του εθρηνούσε
με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια.
5.      
Τα γογγύσματα εκείνα κι οι θρήνοι
επληγώναν βαθιά την ψυχή μου.
Σύντροφός μου η ταλαίπωρη εκείνη,
αχ, και το άρρωστο ήτον το παιδί μου.
6.      
Στου σπιτιού μου τη στέγη εβογκούσε
o βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μου εμηνούσε
o βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει.
7.      
Τον γιατρό καθώς είδε, εσηκώθη
σαν τρελλή. Όλοι γύρω εσωπαίναν˙
φλογεροί της ψυχής της οι πόθοι
με τα λόγ’ απ’ το στόμα της βγαίναν.
8.      
«Ω, κακό που μ’ ευρήκε μεγάλο!
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου…
Ένα τό’ χω, δεν μ’ έμεινεν άλλο˙
σώσε μού το και παρ’ την ψυχή μου».
9.      
Κι ο γιατρός με τα μάτια σκυμμένα
πολλήν ώρα δεν άνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων-αχ, λόγια χαμένα-
«Μη φοβάσαι, της είπεν, ακόμα».
10. 
Κι εκαμώθη πως θέλει να σκύψη
στο παιδί, και να ιδή το σφυγμό του.
Ένα δάκρυ επροσπάθαε να κρύψη
που κατέβ’ εις τ’ ωχρό πρόσωπό του.
11. 
Στου σπιτιού μας τη στέγη εβογκούσε
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μας μηνούσε
o βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει.
12. 
Η μητέρα ποτέ δακρυσμένο
του γιατρού να μη νιώση το μάτι,
όταν έχη βαριά ξαπλωμένο
το παιδί της σε πόνου κρεβάτι.

  

 α1. Το ποίημα ανήκει στην παραδοσιακή ή στη μοντέρνα ποίηση; Να αναφέρετε τέσσερα (4) χαρακτηριστικά που επιβεβαιώνουν την απάντησή σας.

α2. Να σχολιάσετε τον τίτλο σε σχέση με το περιεχόμενο. Να δώσετε έναν δικό σας τίτλο στο ποίημα.

 

β1. Στην 8η στροφή χρησιμοποιείται ευθύς λόγος. Να ερμηνεύσετε αυτή την επιλογή του ποιητή.  
β2. Ποιες παρατηρήσεις μπορείτε να κάνετε για τη γλώσσα του ποιήματος;
β3. Να εντοπίσετε τέσσερα διαφορετικά σχήματα λόγου.
  
γ1. Ποια χαρακτηριστικά του ποιήματος μας επιτρέπουν να το εντάξουμε στο ρεύμα του ρομαντισμού της Αθηναϊκής Σχολής;
  
δ1. Ποιο είναι το θέμα του ποιήματος; Ποια συναισθήματα κυριαρχούν;
δ2. Αφού μελετήσετε την 1η, 6η και 11η στροφή, να εντοπίσετε τις διαφοροποιήσεις τους και να τις ερμηνεύσετε. 
δ3. Να σχολιάσετε την τελευταία στροφή του ποιήματος σε 60-80 λέξεις.


Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858)
Το φίλημα

-Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη,
κι την αγάπησα πολύ.
Ήμουν αλάλητο πουλί,
δέκα χρονώ αγόρι.

Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ’ ανθισμένα,
-Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,
Μάρω, της είπα, σ’ αγαπώ,
τρελαίνομαι για σένα.

Από τη μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα
και μου ΄πε: «Για αναστεναγμούς,
για της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα».

Μεγάλωσα και την ζητώ...άλλον ζητά η καρδιά της,
και με ξεχνάει τ’ ορφανό...
Εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της.


Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895)
Δεν την είδα…

Δεν την ηύρα κι η ήβη μου σβήνει
δεν την ηύρα την κόρην ακόμα.
Όσας είδα, δεν ήτον Εκείνη,
τ’ ουρανού δεν αφήκε το δώμα.

Της ψυχής μου το όναρ εις σχήμα
νέας κόρης δεν είδον...και φθάνει
το φθινόπωρον, φθάνει το μνήμα,
και αυτή, και αυτή δεν εφάνη!

Ω, συχνά εις νεάνιδος θέαν,
«Είν’ αυτή!» η ψυχήν μου εφώνει,
και σιγών εθεώρουν την νέαν,
ευλαβώς κλίνων το γόνυ.

Αλλά φευ! Μετ’ ολίγον δακρύων,
κι ωχρός ως χειμώνος σελήνη,
με λυγμόν εις τα χείλη παιδίων
ανεχώρουν-δεν ήτον Εκείνη!

Όχι, όχι˙ σκιαί ήσαν πλάνης
όσας είδον ονείρου μου θείου˙
δεν εφάνης, ποτέ δεν εφάνης,
ερωμένη αγνού ενυπνίου...


 Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1866)
Από τον Άγιον Μηνά Άσμα Δεύτερον VIII

Την ηγάπων, καθώς αγαπώσι
εις τον κόσμον παν τερπνόν,
ως το ον που τολμά το αγνόν
εις εκστάσεις ο νους να μορφώση.

Και πλησίον της είχον ακούσει
της καρδίας τους πρώτους παλμούς,
της ψυχής τους ηδείς σπαραγμούς
που κι οι άγγελοι ίσως ποθούσι.

Ερασμία, αθώα ως κρίνον
είχε κάλλος σαρκός και ψυχής,
ήτον άρωμ’ αγνής προσευχής,
ήτο φως ηδυπάθειαν χύνον.

Αλλ’ ενώ μας εμέθυον μύρα,
ευτυχίας αφάτου τερπνά,
τραγικά μας επήλθον δεινά,
κ’ η σκληρά μας εχώρισε Μοίρα.

Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858)
Εις το φεγγάρι

Χαρά της πρώτης μου ζωής, φεγγάρι αγαπημένο,
συ δεν πονείς, εγώ πονώ˙
γιατί ψηλά στον ουρανό
κρεμιέσαι λυπημένο;

Εσύ που χρύσωνες τη γη κι εμάγευες το κύμα,
γιατί μου ρίχνεις φως πικρό,
σα να φωτάς ένα νεκρό
που κείτεται στο μνήμα;

Φεγγάρι! Στο βασίλειο σου μη κατοικούν αγγέλοι
κι ο άγγελός μου κατοικεί;
Μη, φίλημα πικρό από κει,
την λάμψη σου μου στέλλει;

Το φως σου αν είναι φίλημα, μυστήριο χαμένο
από του γιου μου την ψυχή,
οχ, άκουσέ μου μιαν ευχή,
φεγγάρι αγαπημένο!

Οχ, λάβε αυτόν τον στεναγμό και πε του, δε φοβάται
άλλην ο νους μου συμφορά-
κάθε μου πόθος και χαρά
στο χώμα του κοιμάται.

Αυτά, φεγγάρι, σου ζητώ και πε του, αν σ’ ερωτήση
πότε θα παύσουν οι καημοί,
όταν μια αχτίδα σου χλωμή

την πλάκα μου φωτίση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου