Σελίδες

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία
Τάξη: Α΄ Ημερήσιου ΓΕΛ
Ενότητα: «Τα φύλα στη Λογοτεχνία»

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: 
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867-1951), Στέλλα Βιολάντη (απόσπασμα)

Ο Χρηστάκης Ζαμάνος υπηρετούσε ως υπάλληλος στο αγγλικό τυπογραφείο της Ζακύνθου, όπου και γνώρισε τη Στέλλα, την κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορου Παναγή Βιολάντη. Μη έχοντας πώς να της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του, της έστειλε ένα γράμμα και με τον ίδιο τρόπο τού απάντησε θετικά κι εκείνη. Παίρνοντας το ανέλπιστο γράμμα ο καυχησιάρης νέος δεν κρατήθηκε και έσπευσε να ανακοινώσει το περιεχόμενό του · η είδηση όμως έφτασε κι ως τ' αυτιά του πατέρα της,  ο οποίος θεώρησε προσβολή τη σύνδεση του ονόματος της κόρης του με το όνομα ενός παρακατιανού του.

Δεν περιγράφεται η χαρά του Χρηστάκη Ζαμάνου, όταν έλαβε το γράμμα. Το έδειξε «υπό εχεμύθειαν» εις τους μισούς συναδέλφους του, το είπε εις τους άλλους μισούς, και για πολλές ημέρες το κομψό σωματείο των τηλεγραφητών δεν είχε άλλο θέμα ομιλίας. Αλήθεια, ήταν λιγάκι παράξενο: Η Στέλλα που δεν ακούστηκε ποτέ; Η Στέλλα που δεν κοίταξε κανένα; Η Στέλλα που περιφρονούσε ακόμα και αυτόν; Α, ο Χρηστάκης είχε όλον το δικαίωμα να καυχάται, κι εκαυχάτο όσο μπορούσε.
Ο Στέφενσων, ο άγγλος τηλεγραφητής, ο πρύτανης να πούμε του σωματείου, ανέλαβε να δώσει εις τον ευτυχή συνάδελφό του μερικές συμβουλές, χρήσιμες για την περίσταση:
- Και τώρα τι σκοπεύεις να κάμεις; του είπε. «Να μ' αγαπάς να σ' αγαπώ, για να περνούμε τον καιρό;» — όπως με τις άλλες; Α, μπα! μπα! Τέτοιο κορίτσι δεν το βρίσκεις κάθε μέρα. Εύμορφη, φρόνιμη, κι εκατό χιλιάδες προίκα το λιγότερο... Ψέματα; Πρέπει να ωφεληθείς από την ευκαιρία και να τη γυρέψεις σε γάμο · γρήγορα μάλιστα, πριν να κρυώσει το πράγμα.
- Αλήθεια λες, μα πώς να κάμω;
- Να γράψεις ένα γράμμα του πατέρα της· εις την Αγγλία εμείς έτσι κάνουμε.
Του καλάρεσε αυτό του Ζαμάνου. Πιάνει και κάνει μια γραφή στο γέρο Βιολάντη, και κοντολογίς του γυρεύει τη θυγατέρα του.
Δεν περιγράφεται ο θυμός και η απελπισία του Παναγή Βιολάντη, όταν έλαβε αυτό το γράμμα! Πολύ παράξενος άνθρωπος, ο Παναγής Βιολάντης, ο μεγαλέμπορος. Όση γλύκα και καλοσύνη έδειχνε το πρόσωπό του, με τα μαύρα μπαρμπετόνια1, το αιώνιο χαμόγελο και τα χρυσά γυαλιά, τόση σκληρότητα κι εγωισμό έκρυβε μέσα στην ψυχή. Ήξερε να φορεί στην εντέλεια την προσωπίδα του καλού, και για τέτοιον το είχε ο κόσμος ˙ κατά βάθος όμως δεν υπήρχε στη χώρα πιο απότομος άνθρωπος. Σίδερο τυλιγμένο με μπαμπάκι ο χαρακτήρας του˙ κι έφθανε να έλθεις σε κάπως στενότερη συνάφεια μαζί του, για να αισθανθείς όλη του την τραχύτητα.
- Τι λέω-λέει;!! φώναξε, άμα τελείωσε το γράμμα του Ζαμάνου. Το μέτωπό του ζάρωσε, τα ματόφρυδα σκεπάσθηκαν με μαύρο σύννεφο, και από τα χρυσά γυαλιά ξέφυγεν η πρώτη αστραπή. Όλο σχεδόν εκείνο το πρωί δεν έκαμεν άλλο παρά να σουλατσάρει στο γραφείο του και να παραμιλάει. Μέσα στο στενό εκείνο τετράγωνο, το χωρισμένο με κίτρινα κάγκελα, έμοιαζε αληθινά θηρίο μέσα σε κλουβί.
- Τι λέω-λέει;!! Ο γιος του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο παλιοτηλεγραφητής, ο χαμένος, επήρε το αντζάρντο2 να μου γυρέψει τη θυγατέρα μου, εμένανε;... Και τι εστοχάστηκε; Πως γιατί φορεί γκέτρες και φιόρα3, θαν του δώσω υπόληψη εγώ, ο Βιολάντης, θα τον κάμω γαμπρό; Πφφ! κρίμα στα μπρόκολα!... Μα δεν με γνοιάζει τόσο γι' αυτό... Θαν του εμηνούσα εγώ δυο λόγια φυτευτά και δεμένα, και θαν τον έβανα στη θέση του αμέσως. Μα εκείνο το άλλο... το άλλο! ... «Τολμώ να ελπίσω, ή μάλλον είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω, ότι η θυγάτηρ σας δεν θα ειπεί όχι, αν σεις ειπείτε ναι». Μα πώς το ξέρεις του λόγου σου; Την ερώτησες, μωρέ; τση το είπες; ... σου το είπε;... Ω, υποψία φριχτή! ... Μην ελησμόνησε η Στέλλα τίνος είναι θυγατέρα; Μην εκαταδέχτηκε να δώσει ακρόαση σε τέτοιο ρεντίκολο4 ; Μην έκαμε...; Ω, φριχτή, φριχτή υποψία!... Μα τον Άγιο και μα το Σταυρωμένο, αν ανακαλύψω τίποτα τέτοιο, θαν τη σκοτώσω!
Και τότε ο Βιολάντης έκαμεν αυτόν τον συλλογισμόν, που τιμά πραγματικώς την μεγαλοφυΐαν του:
- Για να μου γράψει αυτός, πάει να πει πως τα γράμματα τα έχει εύκολα, και θα της έγραψε˙ και για να μου γράψει πως «είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω...» πάει να πει πως η Στέλλα ή του είπε κανένα λόγο, ή ... ή ... ή του έγραψε. Ω, συφορά τση και μαυρίλα τση! Μπόγιας4 θα γενώ![…]

1 φαβορίτες // 2 θράσος // 3 λουλούδια  // 4 γελοίο τύπο // 5 φονιάς

[ Ο Παναγής Βιολάντης, πλημμυρισμένος από οργή για το ειδύλλιο της κόρης του και του Χρηστάκη Ζαμάνου, αφού της έκανε αυστηρότατες παρατηρήσεις, την έδειρε και την έριξε στη σοφίτα του αρχοντικού του, όπου και την εγκατέλειψε… ]

Ήταν παραμονές της Παναγίας. Μεθαύριο το σπίτι είχε διπλογιόρτι - Μαρία έλεγαν τη Βιολάνταινα- και τι καλά αν μπορούσε να γίνει καμιά οικονομία, να έλθει η συμφιλίωση, να κατεβεί και η Στέλλα, να καθίσει στο τραπέζι, να φανεί στον κόσμο... Η Βιολάνταινα χαρούμενη ανέβηκε στο δωμάτιο της Στέλλας. Η Στέλλα, καθώς κρατούσε το μέτωπο με τα δύο χέρια, σήκωσε τα μάτια κι κοίταξε τη μητέρα της έκπληκτη. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιο ύφος.
-Ήρθα να σου πω δυο λόγια. Ακούς;
-Τι είναι; ψιθύρισε η Στέλλα.
Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρόταση της: Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει συχώρεση· να του πει πως μετα­νόησε για το κίνημα της· να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς το θέλημα του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέσει και - μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο - να τη δεχθεί στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίσει να την παντρέψει, όπως της πρέπει, μ' ένα καλό και άξιο... αμή τι;
Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψει, με το ίδιος ύφος που έπαιρ­νε και όταν την κτυπούσαν. Έπειτα κατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, κοίταξε τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητας, πρόφερε:
-Όχι!
Η Βιολάνταινα σκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνή υ­πόκωφη, σε τόνο μομφής υπέρτατης, το ξαναείπε:
-Όχι!
-Όχι! είπε η Στέλλα· και τη φορά αυτή ένα κύμα ετάραζε την πρώτη γα­λήνη, και η άρνηση εβγήκε από τα χείλη της με πείσμα μαζί και περιφρόνη­ση.
-Μα, παιδί μου, συλλογίζεσαι τι λες; συλλογίζεσαι τι κάνεις; ερώτησε η Βιολάνταινα- κι γύρισε πίσω της, κι κλείδωσε από φόβο τη θύρα.
-Όχι! είπε η Στέλλα και εκ τρίτου- και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγανακτήσεως, και μαζί με τη φωνή, εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη. Κι εμίλησε:
-Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό,τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώ­ρα. Του έγραψα «είμαι δική σου», και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συ­χώρεση γι' αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλας, αδυ­ναμίας... Μα να με συχωρέσει κι εκείνος και να μου δώσει το Χρηστάκη... Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός, κακός, αυτός είναι τώρα για μέ­να. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ' αρέσει. Πως είναι φτωχός; Πφ! βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επιτέλους αλλιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!
- Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου; πρόλαβε να ρωτήσει η Βιολάνταινα.
-Τον ορίζω!
- Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα και το Νταντή, και τη Νιόνια και όλους.
-Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου· να, κοίταξε, τον ορίζω!... τον ορίζω!...
Κι έκαμψε το δάχτυλο της, και το δάγκασε στον κόμπο με λύσσα, καθώς μιλούσε. Και ο πόνος έδωσε στη φωνή της κάτι το απείρως τραγικό· και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, αισθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.
-Τι θέλεις να πεις μ' αυτό; ρώτησε με τρόμο.
-Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω... Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου. Ο πα­τέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμει· πως θα με δείρει; πως θα με κλείσει; πως θα με σκοτώσει; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω -τον εαυτό μου-και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώσει σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανέναν. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!
Και κτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμη, κι από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη άγρια αστραπή. Ω, ήταν ωραία τη στιγμή εκείνη! Το πά­θος της χρωμάτισε, της ζωογόνησε το κατάλευκο πρόσωπο· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινο χρώμα αδύνατο- ίχνος κακοπάθειας δεν εφαίνετο πλέον, και για μια στιγμή, η κόρη έλαμψε με την πρώτη της ομορφιά την υπερήφανη, με την πρώτη υγεία και ζωή.
Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώσει το κεφάλι. Έβλεπε έξαφνα εμπρός της μια δύναμη νέα, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.
-Εκατάλαβα, ψιθύρισε με λύπη· μα δε συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθεις, αν ακούσει τέτοιο πράμα ο πατέρας σου;
-Δεν τον φοβάμαι! φώναξε η Στέλλα· και τι θα μου κάμει; Θα με σκο­τώσει... είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δε γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώσει... Καλύτερα να πεθάνω... Στάσου να σου πω. Αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δε θα μ' ένοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υ­πόληψη μου. Θα μου τη σώσει ο γάμος; Θα μου τη σώσει ο θάνατος; Μου εί­ναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;...
-Καλέ τίνος τα λες αυτά τα παραμύθια; είπε η Βιολάνταινα με μορφασμό ανυπομονησίας. Και τι πως έγραψες ένα γράμμα, που στο κάτω κάτω το πή­ραμε πίσω;... Εγώ να σου πω τι είναι: είναι... που αγαπάς το Χρηστάκη.
Η Στέλλα κλονίσθηκε από παλμό δυνατό. Στην αρχή τής ήλθε να το αρνη­θεί, να το κρύψει. Όχι, δεν ήταν αυτός ο λόγος... Αλλά έπειτα συλλογίσθηκε ότι μια που άρχισε, έπρεπε να τα πει όλα· και σα να το ήξερε πως ήταν η τε­λευταία φορά που θα μιλούσε, άντλησε διαμιάς όσο θάρρος υπήρχε στα βά­θη της παρθενικής της ψυχής, και είπε:
-Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δε θα του έδινα ακρόαση· αν δεν τον αγαπούσα, δε θα μ' ένοιαζε για το γράμμα, -ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη- δε θα επέμενα ολωσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω.
-Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει! είπε η Βιολάνταινα,
-Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθεί και να δει το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!
- Α! τέτοιες ελπίδες έχεις; ω, κακομοίρα, κακομοίρα! δεν τον ξέρεις τον πατέρα σου!
- Μπορεί- μα εμένα δε με χωράει άλλο ετούτο το σπίτι.
Διαμιάς η Στέλλα έγινε μελαγχολική. Κάθισε πάλι στο διβανάκι, και με φωνή περίλυπη, σα να μιλούσε μονάχη της, εξακολούθησε:
-Όχι! δε με χωράει το σπίτι... Σε κάθε χτύπημα που μου δίνουν, ακούω  μέσα μου σα μια φωνή να μου λέει: «Φύγε!... Φύγε!...»
Η Βιολάνταινα όρμησε έξω φρενών, με τα χέρια σηκωμένα, με τα μάτια άγρια.
-Τι είπες; φώναξε· να φύγεις; ω, συφορά μου και μαυρίλα μου!... να φύ­γεις;
-Δεν είπα τέτοιο πράμα! είπε η Στέλλα με περιφρόνηση. Σεις μου το λέ­τε με τον τρόπο σας.
-Όχι, το είπες! αντείπε η Βιολάνταινα· είπες πως θα φύγεις! και για κοί­ταξε καλά, γιατί εγώ δεν...
Ο θυμός έπνιξε τη φωνή της. Κι έβλεπε τριγύρω της, σαν να ζητούσε ν' αρπάξει τίποτα για να κτυπήσει τη Στέλλα. Ο τρόπος αυτός ανέβασε στην επιφάνεια όλο το πείσμα της κόρης. Όχι, δεν το είπε! Της έβαζαν στο στόμα λόγο που δεν είπε. Το εσυλλογίσθη, πέ­ρασε κι αυτό από τον νου της, αλλά όχι, δεν το είχε αποφασίσει. Και ίσως δε θα το έκανε ποτέ, όσο σκληρά και αν την τυραννούσαν, γιατί ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, και είχε την περηφάνια της, και θα προτιμούσε να πε­θάνει, παρά ν' ακουσθεί πως ξεπόρτισε. Αλλ' αφού ήταν έτσι, αφού ήθελαν με το στανιό να την πείσουν πως το είπε, καλά λοιπόν, να ιδούν!
- Ναι, το είπα! φώναξε δυνατότερα από τη μητέρα της. Το είπα και θα το κάμω!
Μιλούσε με όλο το απεγνωσμένο θάρρος ανθρώπου που αυτοκτονεί. Η Βιολάνταινα τα έχασε· ο θυμός της εκόπη, τα γόνατα της λύθηκαν, κι έπεσε σε μια καρέκλα, όγκος αδρανής. Αλλά ήταν μια στιγμή μόνο αδυναμίας. Αμέσως εσηκώθη, και κεραυνοβολούσα τη Στέλλα με το βλέμμα, εξεστόμισε σε μια βάναυση φράση όλη την εντύπωση που της έκανε το ξαφνικό ξύ­πνημα της δυνατής εκείνης ψυχής, που την δοκίμαζε η βία και το μαρτύριο:
-Κατάλαβα·  εσύ, παιδί μου, έχεις το διάολο μέσα σου!

ΘΕΜΑ Α: Τα πρόσωπα, ο τόπος, οι αφηγηματικές τεχνικές

α1.     Να αναφέρετε τα βασικά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας.

α2.     Σε πόσες σκηνές θα μπορούσατε να χωρίσετε τα αποσπάσματα; Με ποια κριτήρια προχωρήσατε στο χωρισμό;


α3.     Σε ποια σημεία του κειμένου προοικονομείται/προσημαίνεται ο θάνατος της Στέλλας;

α4.     Η αφήγηση, ο διάλογος και η περιγραφή είναι οι τρεις αφηγηματικοί τρόποι. α) Να εντοπίσετε ένα (1) σημείο περιγραφής και ένα (1) σημείο αφήγησης. β) Ποιος αφηγηματικός τρόπος κυριαρχεί στο κείμενο και τι επιτυγχάνει ο συγγραφέας με τη χρήση του;

ΘΕΜΑ Β: Χαρακτηρισμός προσώπων και πράξεων

β1.     Να χαρακτηρίσετε τον Παναγή Βιολάντη, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούνται από το κείμενο.


β2.     Να χαρακτηρίσετε τη Στέλλα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούνται από το κείμενο. Ανταποκρίνεται στα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής της;  

β3.     Να σχολιάσετε το ρόλο, τον οποίο έπαιξε ο Στέφενσων στην ιστορία.

β4.     Ποιος είναι ο ρόλος της μητέρας (της Βιολάνταινας) στο κείμενο; Για ποιους λόγους πλησίασε τη Στέλλα και θέλησε να της μιλήσει;  

ΘΕΜΑ Γ: Η οπτική γωνία στα γεγονότα

γ1.     «Τολμώ να ελπίσω, ή μάλλον είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω, ότι η θυγάτηρ σας δεν θα ειπεί όχι, αν σεις ειπείτε ναι»: Αυτή είναι μια φράση από την επιστολή που έστειλε ο Χρηστάκης Ζαμάνος στον πατέρα της Στέλλας. Αφού φανταστείτε τι έγραφε αυτή η επιστολή, προσπαθήσετε να την γράψετε ξανά, υποδυόμενοι τον Χρηστάκη.

γ2.     Υποδυόμενοι τη Στέλλα, φανταστείτε τι θα έγραφε στο προσωπικό της ημερολόγιο μετά την αποχώρηση της μητέρας της από το δωμάτιο (π.χ. ποια είναι τα συναισθήματά της για τη μητέρα της, τον πατέρα της, πώς βλέπει την κατάσταση, τι σκέφτεται να κάνει κτλ.)


ΘΕΜΑ Δ: Σύγκριση του «χτες» με το «σήμερα»

δ1.     α) Ποια κοινωνικά στερεότυπα μπορείτε να διακρίνετε στο κείμενο:  i) σχετικά με τη θέση της γυναίκας ii) σχετικά με το ρόλο του άνδρα – πατέρα iii) σχετικά με το γάμο;
β) Ποια από τα παραπάνω στερεότυπα διατηρούνται στις μέρες μας και ποια έχουν αλλάξει;

δ2.     Αν η ιστορία διαδραματιζόταν στην εποχή μας, πώς πιστεύετε ότι θα αντιδρούσε ο πατέρας, αν μάθαινε ότι η κόρη του είχε επαφές-σχέση με κάποιον που ο ίδιος δεν ενέκρινε;

δ3.     Αν η ιστορία διαδραματιζόταν στην εποχή μας, πώς πιστεύετε ότι θα αντιδρούσε η Στέλλα στην περίπτωση που ο πατέρας της δεν ενέκρινε τη σχέση της με κάποιον νεαρό;

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ (ΚΕΙΜΕΝΑ 25-31)

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015
ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΑΤΙΝΙΚΑ

«Fiduciam, quae nimia vobis est, deponite. Neminem credideritis patriae consulturum esse, nisi vos ipsi patriae consulueritis.»

«Ita est » inquit Accius « ut dicis ; neque id me sane paenitet ; meliora enim fore spero, quae deinceps scribam. Nam quod in pomis est, idem esse aiunt in ingeniis : quae dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda».

Tandem corvus salutationem didicit et sutor, cupidus pecuniae, eum Caesari attulit. Audita salutatione Caesar dixit: «Domi satis salutationum talium audio». Tum venit corvo in mentem verborum domini sui: «Oleum et operam perdidi». Ad haec verba Augustus risit.

Bello Latino T. Manlius consul nobili genere natus exercitui Romanorum praefuit. Is cum aliquando castris abiret, edixit ut omnes pugna abstinerent. Sed paulo post filius eius castra hostium praeterequitavit et a duce hostium his verbis proelio lacessitus est; «Congrediamur, ut singularis proelii eventu cernatur, quanto miles Latinus Romano virtute antecellat».


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

Α.      Να μεταφράσετε στα νέα ελληνικά τα παραπάνω αποσπάσματα.
Μονάδες 40

Β1.    α) Να γραφούν οι τύποι που ζητούνται: (Μονάδες 7)
patriae                την ίδια πτώση στον άλλο αριθμό
pomis                   την αιτιατική πληθυντικού
corvo                   την ονομαστική πληθυντικού
nobili genere       την ονομαστική ενικού και αιτιατική πληθυντικού
exercitui              τη γενική ενικού και πληθυντικού
virtute                 την αιτιατική ενικού
mitia                    την αφαιρετική ενικού στον θετικό και στον συγκριτικό βαθμό στο ίδιο γένος
singularis            την ίδια πτώση στον άλλο αριθμό στο ίδιο γένος
satis                     τον ίδιο τύπο στον συγκριτικό βαθμό

β) Να γραφούν οι τύποι που ζητούνται: (Μονάδες 4)
Neminem             τη δοτική ενικού και την αφαιρετική ενικού στο ίδιο γένος
ipsi                       την αιτιατική ενικού και ονομαστική πληθυντικού του ουδετέρου γένους                 
talium                  τη γενική ενικού και την ονομαστική πληθυντικού του ουδετέρου γένους
haec                     τη δοτική ενικού και αφαιρετική ενικού στο θηλυκό γένος

γ) meliora, acerba, mitia, nobili: Να σχηματιστεί το επίρρημα και στους τρεις βαθμούς (Μονάδες 4)
Μονάδες 15

Β2.    α) Να γραφούν οι τύποι που ζητούνται: (Μονάδες 12)

deponite              το απαρέμφατο μέλλοντα στην παθητική φωνή
consulueritis       την αφαιρετική του σουπίνου
spero                    το α΄ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα στην ίδια φωνή
scribam                το γ΄ πληθυντικό στον ίδιο χρόνο και στην ίδια έγκλιση της ίδιας φωνής
fiunt                     το α΄ ενικό της υποτακτικής παρατατικού στην ίδια φωνή
didicit                  το γ΄ πληθυντικό οριστικής παρατατικού στην ίδια φωνή
attulit                  το β΄ ενικό της οριστικής ενεστώτα και στις δύο φωνές
risit                      το γ΄ πληθυντικό οριστικής μέλλοντα ίδια φωνή
abiret                   τη γενική του γερουνδίου
edixit                   το β΄ ενικό της προστακτικής ενεστώτα στην ίδια φωνή
abstinerent          το γ΄ πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα ίδια φωνή
cernatur              το α΄ ενικό υποτακτικής παρακειμένου στην ενεργητική φωνή

β) Να γραφούν οι τύποι που ζητούνται: (Μονάδες 3)

congrediamur     -    το β΄ ενικό οριστικής ενεστώτα και μέλλοντα
                              -         το γ΄ ενικό υποτακτικής ενεστώτα
                             -         τη μετοχή όλων των χρόνων στη γενική πληθυντικού του θηλυκού γένους

Γ1.    α) Neminem, patriae, me, pecuniae, salutatione, salutationum, verborum, genere, castris, eventu, virtute: Να αναγνωρίσετε συντακτικά τις παραπάνω λέξεις. (Μονάδες 11)
         
β) «Fiduciam deponite»: Να δηλώσετε απαγόρευση και με τους δύο τρόπους. (Μονάδες 4)
Μονάδες 15


Γ2.    α) Να μεταφέρετε την ενεργητική σύνταξη σε παθητική ή το αντίστροφο στις παρακάτω προτάσεις: (Μονάδες 7)

         Sutor, cupidus pecuniae, eum Caesari attulit
         Sed paulo post filius eius a duce hostium his verbis proelio lacessitus est.


β) cum aliquando castris abiret: Να αναγνωρίσετε το είδος της δευτερεύουσας πρότασης και να δικαιολογήσετε τον τρόπο εισαγωγής της, την έγκλιση και το χρόνο εκφοράς της και να δηλώσετε το συντακτικό της ρόλο. (Μονάδες 6)


γ) «Domi satis salutationum talium audio»: Να αντικαταστήσετε την υπογραμμισμένη λέξη με τις λέξεις Ephesus, Carthago, Asia, Athenae ώστε να δηλώνεται στάση σε τόπο. (Μονάδες 2)

Μονάδες 15

ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ (ΝΕΑ ΥΛΗ)

Να χαρακτηρίσετε τις δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τον σύνδεσμο cum:

1.      Ibi vix animum sollicitum somno dederat, cum repente apparuit ei species horrenda.
2.      Cum civitas bellum gerit, magistratus creantur cum vitae necisque potestate.
3.      Cum P. Cornelius Nasica ad Ennium poetam venisset eique ab ostio quaerenti Ennium ancilla dixisset eum domi non esse, Nasica sensit illam domini iussu id dixisse et illum intus esse.
4.      Paucis post diebus cum Ennius ad Nasicam venisset et eum a ianua quaereret, exclamavit Nasica se domi non esse
5.       Ego cum te quaererem, ancillae tuae credidi te domi non esse
6.      Cum omnes recentem esse dixissent, « Atqui ante tertium diem » inquit « scitote decerptam esse Carthagine.
7.      Cum Accius ex urbe Roma Tarentum venisset, ubi Pacuvius grandi iam aetate recesserat, devertit ad eum.
8.      Cum Octavianus post victoriam Actiacam Romam rediret, homo quidam ei occurrit corvum tenens;
9.      quotiescumque avis non respondebat, sutor dicere solebat
10.  Is cum aliquando castris abiret, edixit ut omnes pugna abstinerent.
11.  Sed consul, cum in castra revertisset, adulescentem, cuius opera hostes fugati erant, morte multavit.
12.  Cum Africanus in Literno esset, complures praedonum duces forte salutatum ad eum venerunt.
13.  Tum Scipio, cum se ipsum captum venisse eos existimasset, praesidium domesticorum in tecto conlocavit.
14.  Cum ante vestibulum dona posuissent,  quae homines deis immortalibus consecrare solent, domum reverterunt.
15.  Nam cum ad eum magnum pondus auri publice missum attulissent, ut eo uteretur, vultum risu solvit
16.  cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit?
17.  « Tum intellexi, quos fidos amicos habuissem, quos infidos,  cum iam neutris gratiam referre poteram ».

Επομένως, έχουμε τα εξής είδη του cum:
         τον cum τον ……………………………………….
         τον cum τον ……………………………………….
         τον cum τον ……………………………………….
         τον cum τον ……………………………………….
         τον cum τον ……………………………………….



Να χαρακτηρίσετε τις δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τον σύνδεσμο ut:



1.      Eum ut puer magistrum honorabat.
2.      Ut corpora nostra sine mente, sic civitas sine lege non stat.
3.      Vinum a mercatoribus ad se importari non sinunt, quod ea re, ut arbitrantur, remollescunt homines atque effeminantur.
4.      « Ita est » inquit Accius « ut dicis 
5.      Id exemplum sutorem quendam incitavit, ut corvum doceret parem salutationem.
6.      Is cum aliquando castris abiret, edixit ut omnes pugna abstinerent.
7.      « Congrediamur, ut singularis proelii eventu cernatur, quanto miles Latinus Romano virtute antecellat».
8.      Quod ut praedones animadverterunt, abiectis armis ianuae appropinquaverunt…
9.      Nam cum ad eum magnum pondus auri publice missum attulissent, ut eo uteretur, vultum risu solvit
10.  Tandem puella, longa mora standi fessa, rogavit materteram, ut sibi paulisper loco cederet.
11.  Num ad hostem veni et captiva in castris tuis sum? In hoc me longa vita et infelix senecta traxit, ut primum exsulem deinde hostem te viderem ?
12.  Quodsi forte, ut fit plerumque, ceciderunt, tum intellegitur, quam fuerint inopes amicorum.
13.  Tum cuidam ex equitibus Gallis persuadet ut ad Ciceronem epistulam deferat.
14.  Quam ob rem epistulam conscriptam Graecis litteris mittit. Legatum monet ut, si adire non possit, epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat.
15.  Gallus, periculum veritus, constituit ut tragulam mitteret.
16.  Ille epistulam perlegit militesque adhortatur ut salutem sperent.

Επομένως, έχουμε τα εξής είδη του ut:
         τον ut ως …………………………………. σύνδεσμο
         τον ut ως …………………………………. σύνδεσμο
         τον ut ως …………………………………. σύνδεσμο
         τον ut ως …………………………………. σύνδεσμο
         τον ut ως …………………….…………. σύνδεσμο


  
ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

ΟΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(13 )  Quia ille metum exercitus Romani vicerat, imperator adversarios vincere potuit !
(15) Vinum a mercatoribus ad se importari non sinunt, quod ea re, ut arbitrantur, remollescunt homines atque effeminantur.
(21) nam Pisaurum dicitur, quod illic aurum pensatum est.
(24) Tum Ennius indignatus quod Nasica tam aperte mentiebatur .. inquit
(34) Tum Scipio, cum se ipsum captum venisse eos existimasset, praesidium domesticorum in tecto conlocavit.

ΟΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(31) «Congrediamur, ut singularis proelii eventu cernatur, quanto miles Latinus Romano virtute antecellat».
(36) Manius Curius Dentatus maxima frugalitate utebatur, quo facilius divitias contemnere posset.
(36) Nam cum ad eum magnum pondus auri publice missum attulissent, ut eo uteretur, vultum risu solvit et protinus dixit :
(36) « Supervacaneae, ne dicam ineptae, legationis ministri, narrate Samnitibus 

ΟΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(43)  Num ad hostem veni et captiva in castris tuis sum? In hoc me longa vita et infelix senecta traxit, ut primum exsulem deinde hostem te viderem ?
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
( 42 ) Nonnulli sunt in hoc ordine, qui aut ea, quae imminent, non videant, aut ea, quae vident, dissimulent
(42) Nunc intellego, si iste in Manliana castra pervenerit, quo intendit, neminem tam stultum fore, qui non videat coniurationem esse factam, neminem tam improbum, qui non fateatur.

ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1.     Το σύγχρονο
(20) Ab his in castra delātus est tristis et trepidus, dum obvia turba quasi moritūrum eum miserātur. .
(38) Caecilia, uxor Metelli, dum more prisco omen nuptiale petit filiae sororis, ipsa fecit omen.
(38) Nam mortua est Caecilia, quam Metellus, dum vixit, multum amavit ; postea is puellam in matrimonium duxit.

2.     Το προτερόχρονο
(11) Ubi in Italia fuit, apud Ticinum, Trebiam, Trasumenum et Cannas copias Romanorum profligavit et delevit.
(11) Postquam XIV annos in Italia complevit, Carthaginienses eum in Africam revocaverunt.
(14) Quem simul aspexit Cassius, timorem concepit nomenque eius audire cupivit.
(34) Quod ut praedones animadverterunt, abiectis armis ianuae appropinquaverunt
(34) Haec postquam domestici Scipioni rettulerunt, is fores reserari eosque intromitti iussit.
3.     Το υστερόχρονο
(38) Nam in sacello quodam nocte cum sororis filia persedebat expectabatque dum aliqua vox congruens proposito audiretur.

Ο cum ο χρονικός
(43) Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit
(44) « Tum intellexi, quos fidos amicos habuissem, quos infidos,  cum iam neutris gratiam referre poteram ».
Ο cum ο αντίστροφος
( 14) Ibi vix animum sollicitum somno dederat, cum repente apparuit ei species horrenda.
Ο cum ο επαναληπτικός
(15) Cum civitas bellum gerit, magistratus creantur cum vitae necisque potestate.
(29) quotiescumque avis non respondebat, sutor dicere solebat
Ο cum ο ιστορικός ή διηγηματικός
 (24) Cum P. Cornelius Nasica ad Ennium poetam venisset eique ab ostio quaerenti Ennium ancilla dixisset eum domi non esse, Nasica sensit illam domini iussu id dixisse et illum intus esse.
(24) Paucis post diebus cum Ennius ad Nasicam venisset et eum a ianua quaereret, exclamavit Nasica se domi non esse
(24) Ego cum te quaererem, ancillae tuae credidi te domi non esse;
(25) Cum omnes recentem esse dixissent, inquit
(27) Cum Accius ex urbe Roma Tarentum venisset, ubi Pacuvius grandi iam aetate recesserat, devertit ad eum.
(29) Cum Octavianus post victoriam Actiacam Romam rediret, homo quidam ei occurrit corvum tenens;
(31)  Is cum aliquando castris abiret, edixit
(31) Sed consul, cum in castra revertisset, adulescentem, cuius opera hostes fugati erant, morte multavit.
(34) Cum Africanus in Literno esset, complures praedonum duces forte salutatum ad eum venerunt.
(34) Cum ante vestibulum dona posuissent,  quae homines deis immortalibus consecrare solent, domum reverterunt.
(36) Nam cum ad eum magnum pondus auri publice missum attulissent, ut eo uteretur, vultum risu solvit

ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(25) Neminem credideritis patriae consulturum esse, nisi vos ipsi patriae consulueritis.
(42) quorum auctoritatem secuti multi, non solum improbi verum etiam imperiti, si in hunc animadvertissem, crudeliter et regie id factum esse dicerent.
(42) Nunc intellego, si iste in Manliana castra pervenerit, quo intendit, neminem tam stultum fore, qui non videat coniurationem esse factam, neminem tam improbum, qui non fateatur.
( 43) Ergo ego nisi peperissem, Roma non oppugnaretur 
(43) nisi filium haberem, libera in libera patria mortua essem.
(43) at contra hos, si pergis, aut immatura mors aut longa servitus manet.
(44) Quodsi forte, ut fit plerumque, ceciderunt, tum intellegitur, quam fuerint inopes amicorum.

(45) Legatum monet ut, si adire non possit, epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat.

ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(15) Locis frigidissimis pelles solum habent et in fluminibus lavantur.
(24) exclamavit Nasica se domi non esse, etsi domi erat.
(43) Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit

ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΑΠΛΕΣ ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(5) Eum ut puer magistrum honorabat.
(6) Ut corpora nostra sine mente, sic civitas sine lege non stat.
(15) Vinum a mercatoribus ad se importari non sinunt, quod ea re, ut arbitrantur, remollescunt homines atque effeminantur.
(27) « Ita est » inquit Accius « ut dicis 
(44) Quodsi forte, ut fit plerumque, ceciderunt, tum intellegitur

ΟΙ ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ

(24) Accipe nunc quid postea Nasica fecerit.
(24) Visne scire quid Nasica responderit ?
(25) « Interrogo vos quando hanc ficum decerptam esse putetis ex arbore.
(31) Congrediamur, ut singularis proelii eventu cernatur, quanto miles Latinus Romano virtute antecellat.
(44) Nescio enim quis possit diligere eum, quem metuat, aut eum, a quo se metui putet.
(44) tum intellegitur, quam fuerint inopes amicorum.
(44) Tum intellexi, quos fidos amicos habuissem, quos infidos
(45) Caesar ex captivis cognoscit quae apud Ciceronem gerantur  quantoque in periculo res sit.


ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(29) Id exemplum sutorem quendam incitavit, ut corvum doceret parem salutationem.
(31) Is cum aliquando castris abiret, edixit ut omnes pugna abstinerent.
(38) Tandem puella, longa mora standi fessa, rogavit materteram, ut sibi paulisper loco cederet.
(45)
         Tum cuidam ex equitibus Gallis persuadet ut ad Ciceronem epistulam deferat.
         Curat et providet ne, intercepta epistula, nostra consilia ab hostibus cognoscantur.
         Legatum monet ut, si adire non possit, epistulam ad amentum tragulae adliget et intra castra abiciat.
         Gallus, periculum veritus, constituit ut tragulam mitteret.
         Ille epistulam perlegit militesque adhortatur ut salutem sperent.


ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

(3) Neptūnus irātus ad oram Aethiopiae urget beluam marīnam, quae incolis nocet.
(5) Monumentum eius, quod Neapoli iacebat, pro templo habebat.
(6) In ea civitate, quam leges continent, boni viri libenter leges servant.
(11) Postea Alpes, quae Italiam ab Gallia seiungunt, cum elephantis transiit.
(13) Sulpicius Gallus legatus Luci Aemili Pauli erat, qui bellum adversus Persen regem gerebat.
(14) Post bellum Actiacum Cassius Parmensis, qui in exercitu M.Antonii fuerat, Athenas confugit.
(20) recesserat in diaetam, cui nomen est Hermaeum.
(21) Brenno duce Galli, apud Alliam flumen deletis legionibus Romanorum, everterunt urbem Romam praeter Capitolium, pro quo immensam pecuniam acceperunt.
(21) Tum Camillus, qui diu apud Ardeam in exilio fuerat propter Veientanam praedam non aequo iure divisam, absens dictator est factus ;
(21) Post hoc factum rediit in exilium, unde tamen rogatus reversus est.
(25) Fiduciam, quae nimia vobis est, deponite.
(25) Statimque sumptum est Punicum bellum tertium, quo Carthago deleta est.
(27) Cum Accius ex urbe Roma Tarentum venisset, ubi Pacuvius grandi iam aetate recesserat, devertit ad eum.
(27) Accius, qui multo minor natu erat, tragoediam suam, cui « Atreus » nomen est, ei desideranti legit.
(27)Tum Pacuvius dixit sonora quidem esse et grandia quae scripsisset,
(27) meliora enim fore spero, quae deinceps scribam.
(27) Nam quod in pomis est, idem esse aiunt in ingeniis :
(27) quae dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda ;
(27) sed quae gignuntur statim vieta et mollia, non matura mox fiunt sed putria ».
(29)  Ad haec verba Augustus risit emitque avem tanti, quanti nullam adhuc emerat.
(31) Sed consul, cum in castra revertisset, adulescentem, cuius opera hostes fugati erant, morte multavit.
(34) Cum ante vestibulum dona posuissent, quae homines deis immortalibus consecrare solent, domum reverterunt.
(38) Nam mortua est Caecilia, quam Metellus, dum vixit, multum amavit ; postea is puellam in matrimonium duxit.
(42) Nonnulli sunt in hoc ordine, qui aut ea, quae imminent, non videant, aut ea, quae vident, dissimulent:
(42) Nunc intellego, si iste in Manliana castra pervenerit, quo intendit, neminem tam stultum fore, qui non videat coniurationem esse factam, neminem tam improbum, qui non fateatur.
(43) Qui potuisti populari hanc terram, quae te genuit atque aluit ?
(44) Haec est tyrannorum vita, in qua nulla fides, nulla caritas, nulla fiducia benevolentiae stabilis esse potest :


(44) Nescio enim quis possit diligere eum, quem metuat, aut eum, a quo se metui putet.
(44) Hoc est quod Tarquinium dixisse ferunt exulantem

ΟΙ ΕΥΘΕΙΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
( 24)
         « Quid ? » inquit « Ego non cognosco vocem tuam ? »
         Visne scire quid Nasica responderit ?
         tu mihi ipsi non credis ? 
(43)
         Num ad hostem veni et captiva in castris tuis sum?
         In hoc me longa vita et infelix senecta traxit, ut primum exsulem deinde hostem te viderem ?
         Qui potuisti populari hanc terram, quae te genuit atque aluit ?
         Non tibi ingredienti fines patriae ira cecidit ?
         Quamvis infesto et minaci animo perveneras, cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit : « intra illa moenia domus ac penates mei sunt, mater coniunx liberique » ?